Θύτης ή θύμα

στις

Ο Δράκος του Σέιχ Σου

Γράφει η εκπαιδευτικός Χριστίνα Κακκέ

            Θεσσαλονίκη 1953-1960. Μια πόλη που ψάχνει τα πατήματά της, μακριά από τις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια πόλη που προσπαθεί να αναγεννηθεί και να αναπτυχθεί, ακολουθώντας τους ρυθμούς των υπόλοιπων βιομηχανικών χωρών. Μία κυβέρνηση που καλείται να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα των συνεχών πολιτικών εναλλαγών που ταλανίζουν την Ελλάδα. Τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά κατεστημένα αρκετά και εδραιωμένα ισχυρά, ώστε να διαμορφώνουν το γίγνεσθαι της χώρας.

            Το 1958 σημειώνεται η πρώτη δολοφονική επίθεση με πέτρα σε μια γυναίκα στο Δάσος του Σέιχ Σου. Τον Φεβρουάριο του 1959, τραυματίζεται σοβαρά ένα ζευγάρι, πάλι από επίθεση με πέτρες. Στις 6 Μαρτίου 1959, πραγματοποιείται επίθεση σε ένα ζευγάρι στην περιοχή Μίκρα της Θεσσαλονίκης. Ο άντρας δολοφονείται και η κοπέλα βιάζεται. Στις 3 Απριλίου, κάποιος μπαίνει στο Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και σκοτώνει με πέτρα την ράπτρια και φοιτήτρια νοσοκόμα, Μελπομένη Πατρικίου. Οι μαρτυρίες καταλήγουν όλες στο εξής: ένας νεαρός, άγνωστος άντρας. Ο «Δράκος του Σέιχ Σου» μόλις είχε γεννηθεί.

             Οι αρχές της πόλης βρίσκονται σε αναβρασμό. Είναι μια περίοδος που το μόνο που δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν, ήταν και ένας δολοφόνος που χτυπά και ξαναχτυπά. Οι γυναίκες επέστρεφαν νωρίς στα σπίτια τους, οι πόρτες ελέγχονταν ξανά και ξανά και ένας διαρκής φόβος πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Η αστυνομία δεχόταν συνεχώς επικρίσεις για τη μη εύρεση του δολοφόνου. Μέχρι που οι επιθέσεις ξαφνικά σταμάτησαν.

            Από την άλλη μεριά, η πόλη συνέχιζε να κινείται στους ρυθμούς της. Άνθρωποι προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους και να χτίσουν τις ζωές τους. Τα φαντάσματα του Εμφυλίου είχαν αφήσει γερά τα σημάδια τους και οι εναπομείναντες πάλευαν να ζήσουν. Ένας από αυτούς, ο Αριστείδης Παγκρατίδης. Ο πατέρας του θύμα του Εμφυλίου. Η οικονομική του κατάσταση άθλια. Ένα παιδί που πάλευε διαρκώς να επιβιώσει. Από μικρός πληρωνόταν για να προσφέρει ερωτικές υπηρεσίες σε άντρες. Δουλειές του ποδαριού, αλκοόλ, ναρκωτικά. Ένας άνθρωπος στον πάτο της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, που έπρεπε να είσαι καλά δικτυωμένος για να εισέλθεις σε αυτήν. Ζούσε και κινούταν στα σκοτάδια της, αυτά τα σκοτάδια που το φως της ημέρας τα αποποιείται, αλλά που χωρίς αυτά, δεν μπορεί να υπάρξει.

            Πέντε χρόνια μετά την τελευταία επίθεση του Δράκου και ενώ η πόλη κάπως είχε καθησυχαστεί, συλλαμβάνεται ο Αριστείδης Παγκρατίδης, διότι προσπάθησε να εισχωρήσει μεθυσμένος και μαστουρωμένος σε ένα ορφανοτροφείο με σοπό να ερωτοτροπήσει με ένα από τα κορίτσια εκεί. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, οι αρχές βλέπουν ομοιότητες και ξεθάβουν την υπόθεση του Δράκου. Ο ίδιος ομολογεί. Λίγο αργότερα ανακαλεί. Ακολουθεί σειρά ανακρίσεων, όπου ο Αριστείδης ομολογεί  πέντε φορές την ενοχή του. Αυτό ήταν. Οι αρχές έχουν στα χέρια τους τον ένοχο κι ορίζεται η δικάσιμος.

            Ταυτόχρονα η πολιτική κατάσταση είναι ρευστή. Δολοφονείται ο Λαμπράκης από το παρακράτος, ο κόσμος έχει χωριστεί στα δύο και οι ψίθυροι ολοένα και δυναμώνουν για την αποτυχία της κυβέρνησης να ελέγξει τους παρακρατικούς. Συνεπώς, η σύλληψη ενός κατά συρροή δολοφόνου είναι ένα ισχυρό χαρτί στα χέρια των αστυνομικών αρχών. Τα πρωτοσέλιδα διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο κόσμος αμφισβητεί. Είναι όντως αυτός ο δολοφόνος; Ελέγχθηκαν πλήρως τα ευρήματα που βρέθηκαν στους τόπους των εγκλημάτων; Τα αποτσίγαρα μιας συγκεκριμένης μάρκας, γιατί δε χρησιμοποιήθηκαν; Οι τρίχες που βρέθηκαν, γιατί δεν ταυτοποιήθηκαν; Οι συνήγοροι του Παγκρατίδη βρίσκονται ανήμποροι μπροστά στη δίκη που έχει στηθεί. Μια δίκη που διεξάγονταν την ίδια μέρα με τη δίκη των υπαίτιων της δολοφονίας Λαμπράκη. Ο πολιτικός και κοινωνικός αναβρασμός στο απόγειό του.

            Το πόρισμα ένοχος. Παρόλο που ο εισαγγελέας Μιχαήλ Σγουρίτσας εισηγήθηκε ισόβια και όχι επιβολή θανατικής ποινής, δεν εισακούστηκε, αλλά ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταδικάστηκε σε θάνατο και μάλιστα τετράκις.  Η 16η Φεβρουαρίου 1966 ήταν η ημέρα που για τις αρχές της Θεσσαλονίκης η υπόθεση έκλεισε οριστικά. Ο Αριστείδης Παγκρατίδης οδηγείται στις φυλακές και από εκεί στο δάσος του Σέιχ Σου. Οι τελευταίες του λέξεις: «Μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος».

            Η οικογένειά του ενημερώθηκε για την εκτέλεση από τις απογευματινές εφημερίδες. Αν και η υπόθεση έκλεισε οριστικά τότε, τα ερωτήματα παρέμειναν. Τελικά, ήταν αθώος ή ένοχος; Θύτης ή θύμα μιας κοινωνίας βαθιά διαβρωμένης που έψαχνε έναν βολικό αποδιοπομπαίο τράγο; Μέχρι και σήμερα η υπόθεση έχει απασχολήσει πολλούς. Βιβλία έχουν γραφτεί, ντοκιμαντερ έχουν γυριστεί, θεατρικές παραστάσεις έχουν ανεβεί. Πέντε δεκαετίες αργότερα, ένα έγκλημα ψάχνει ακόμα να εξιχνιαστεί. Το θέμα είναι όμως, ποιος έκανε το έγκλημα; Ο άνθρωπος ή η κοινωνία;

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s